εὐπαραμύθητος

εὐπαραμύθητος
εὐπαρα-μύθητος [ῡ], ον,
A easily appeased,

θύμασιν καὶ εὐχαῖς Pl.Lg.888c

.
2 admitting of easy consolation,

θάνατος Plu. 2.110e

, Onos.42.21, cf. Vett. Val.286.16;

εὐ. τὸ δεινόν Luc.DDeor.11.2

(dub. l.), cf. Hld.4.5.
3 easily proved, S.E.M.10.212.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευπαραμύθητος — εὐπαραμύθητος, ον (Α) 1. αυτός που εξιλεώνεται εύκολα («θεοὶ δ εὐπαραμύθητοι εἰσὶ θύμασι καὶ εὐχαῑς», Πλάτ.) 2. αυτός που παρηγοριέται εύκολα 3. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα μυθητός (< παρα μυθούμαι «προτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • εὐπαραμύθητος — easily appeased masc/fem nom sg εὐπαραμύ̱θητος , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαραμύθητον — εὐπαραμύθητος easily appeased masc/fem acc sg εὐπαραμύθητος easily appeased neut nom/voc/acc sg εὐπαραμύ̱θητον , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased masc/fem acc sg εὐπαραμύ̱θητον , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαραμυθήτους — εὐπαραμύθητος easily appeased masc/fem acc pl εὐπαραμῡθήτους , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαραμύθητοι — εὐπαραμύθητος easily appeased masc/fem nom/voc pl εὐπαραμύ̱θητοι , εὐπαραμύ̱θητος easily appeased masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”